- υπεραχθής
- -ές, Α1. βαρυφορτωμένος2. πολύ βαρύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ-αχθής, κατ-αχθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεραχθέα — ὑπεραχθής overburdened neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὑπεραχθής overburdened masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραχθέες — ὑπεραχθής overburdened masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek
ὑπεραχθέι — ὑπεραχθέϊ , ὑπεραχθής overburdened dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)